- αιματόχρους
- -ουν ο αιματόχρωμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμόχρους — ουν ο αιματόχρους* … Dictionary of Greek
αγριοκρανιά — Δενδρύλλιο της οικογένειας των κορνιδών (δικοτυλήδονα), με κλαδιά κοκκινωπά (από αυτά προέρχεται η επιστημονική ονομασία του, κόρνους ο αιματόχρους) και αρκετά εύκαμπτα, τα οποία χρησιμοποιούνται για καλάθια και φράχτες. Είναι φυτό πολύ κοινό σε… … Dictionary of Greek
γλοιόκαψα — Γένος φυκιών, που περιλαμβάνει πολύ μικροσκοπικά φύκια. Οι γ. αποτελούνται από κύτταρα με παχιά μεμβράνη. Ενώνονται μεταξύ τους με μια γλοιώδη ζελατινοειδή ουσία, σχηματίζοντας αποικίες. Το κυριότερο είδος είναι η γ. η αιματόχρους … Dictionary of Greek
ευγλένη — (euglena viridis). Πρωτόζωο της τάξης των ευγλενοειδών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων. Ζει στα γλυκά νερά, έχει ατρακτοειδές σχήμα και ένα μακρύ μαστίγιο στο ένα άκρο του κυττάρου, το οποίο του επιτρέπει να κινείται στο υγρό περιβάλλον. Η ε.… … Dictionary of Greek
ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… … Dictionary of Greek